- όσφρηση
- η1. η μία από τις πέντε αισθήσεις.2. μτφ., η ικανότητα να προβλέπει, να προαισθάνεται κανείς κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… … Dictionary of Greek
οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
ευόσφρητος — εὐόσφρητος, ον (Α) (για τον σκύλο) αυτός που έχει καλή όσφρηση, οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσφρητός (< οσφραίνομαι)] … Dictionary of Greek
οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν … Dictionary of Greek
αισθητήριοι δέκτες — Δέκτες που εξυπηρετούν τη γεύση, την όσφρηση, την ακοή, την όραση και την ισορροπία. Άλλοι συνδέονται με την αφή, τη θερμοκρασία, την πίεση και τον πόνο και βρίσκονται στην επιφάνεια του σώματος. Δέκτες για όραση, ακοή, όσφρηση και γεύση,… … Dictionary of Greek
Снифф — Вселенная Муми тролли … Википедия
άρρις — ἄρρις ( ινος), ο, η (Α) [ρις] 1. αυτός που δεν έχει μύτη 2. (για κυνηγετικούς σκύλους) αυτός που δεν έχει δυνατή όσφρηση … Dictionary of Greek